ὑπαρκτῶν

ὑπαρκτῶν
ὑπαρκτός
subsisting
fem gen pl
ὑπαρκτός
subsisting
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κινδυνολογία — η [κινδυνολογώ] η κατά κόρον αναφορά και επισήμανση ανύπαρκτων στην πραγματικότητα κινδύνων ή η μεγαλοποίηση υπαρκτών κινδύνων («η μία παράταξη κατηγορεί την άλλη για κινδυνολογία») …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιομετρία — Μέθοδος που χρησιμοποιεί ποσοτικές μετρήσεις για τη μελέτη των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας ή των επιμέρους συστατικών της στοιχείων. Τέτοιες μετρήσεις αναφέρονται σε περισσότερο ή λιγότερο αντικειμενικά δεδομένα (για… …   Dictionary of Greek

  • Λα Μπριγιέρ, Ζαν ντε- — (Jean de La Bruyère, Παρίσι 1645 – Βερσαλίες 1696). Γάλλος συγγραφέας. Ήταν γιος δημοσίου υπαλλήλου και σπούδασε νομικά στην Ορλεάνη. Αφού εξάσκησε για μικρό χρονικό διάστημα τη δικηγορία, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε αρχικά ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”